κωβάθια

κωβάθια
κωβάθια
arsenical sulphides of cobalt
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κωβάθια — και κοβάθια, τὰ (Α) ενώσεις τού κοβαλτίου με θείο και αρσενικό …   Dictionary of Greek

  • κωβαθίοις — κωβάθια arsenical sulphides of cobalt neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβαθίων — κωβάθια arsenical sulphides of cobalt neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωβαθηκαύστης — ή κωβαθιοκαύστης, ὁ (Α) αυτός που καίει κωβάθια*, ιδιότητα που απέδιδαν στον Νείλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωβάθια + καύστης (< καίω), πρβλ. καμινο καύστης, νεκρο καύστης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”